- ναρκοθέτις
- (-ιδος) η минный заградитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναρκοθέτιδα — και ναρκοθέτις, η ναυτ. το ναρκοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + θέτις (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ιστο θέτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ναρκοθέτις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek